- διονυχίζω
- [ονυχίζω]εξετάζω, ελέγχω εξονυχιστικά, διερευνώ με κάθε λεπτομέρεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διονυχίζω — εξετάζω κάτι εξονυχιστικά: Μη διονυχίζεις το θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)